Η Μπετονιέρα

Χιλιάδες νύχτες μ’ έφεραν σ’ αυτήν την εδώ τη μέρα,
Σαν άμμος απ’ τα δάχτυλα τα χρόνια μου γλιστρούν
Και τα κοιτώ που πέφτουνε σε άδεια μπετονιέρα,
Στην έρημο τα μάζεψα και έρημα γυρνούν.

«Ρημάδι μας ξεκούφανες» φωνάζουν οι γειτόνοι
Κι εγώ να κάνω σχέδια μπροστά σ’ ένα γιαπί,
Πώς θα ‘ναι τάχα άραγε η θέα απ’ το μπαλκόνι
Σκεφτόμουν και δεν είδα πως γελούσαν οι θεοί.

Στον κόσμο πάλι νύχτωσε κι ακόμα η μπετονιέρα
Ακούγεται παράφωνα να κλαίει στη γειτονιά
Γυρνάει αδιάκοπα σαν την υδρόγειο σφαίρα
Στριφογυρνάει τα χρόνια μου στην ίδια ερημιά.

«Ρημάδι μας ξεκούφανες» φωνάζουν οι γειτόνοι,
Ζευγάρια που βολεύτηκαν, ζευγάρια με παιδιά
Κι εμένα τρώει τα μάτια μου, τα χείλη μου η σκόνη,
Η σκόνη που ανάσανα και πέτρωσε η καρδιά.


[Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος,
Κάιρο 13/11/2012]